- περικῡδής
- περι-κῡδής, ές, sehr ruhmvoll
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περικυδής — ές, Α αυτός που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη, διάσημος, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυδής (< κῦδος), πρβλ. επι κυδής] … Dictionary of Greek
περικυδέας — περικυδής very famous masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… … Dictionary of Greek